νηλεής

νηλεής
νηλεής και νηλής και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)
1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος
2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.)
3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» — η ημέρα τού θανάτου.
επίρρ...
νηλεώς και επικ. τ. νηλειώς (Α)
με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλεής είναι σύνθετη < στερ. πρόθημα νη-* + -ηλεής (< ἔλεος), πρβλ. αν-ηλεής. Ο τ. νηλής από το νηλεής με συναίρεση, ενώ ο τ. νηλειής με -ει- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα δεσμά, την ημέρα τού θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις τής λ. στηρίχθηκε η άποψη ότι το β' συνθετικό δεν είναι η λ. ἔλεος αλλά το ρ. ἀλέομαι «ξεφεύγω, δραπετεύω». Κατά την ίδια άποψη, θεωρήθηκε ότι και η λ. ἔλεος προέρχεται από νηλεής με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς», που εξελίχθηκε στη σημ. «χωρίς έλεος». Η άποψη όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, καθώς η λ. νηλεής ως επίθ. προσδιοριστικό τού χαλκός και τής ημέρας τού θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «χωρίς έλεος». Το ανθρωπωνύμιο Νηλεύς, τέλος, έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το νηλεής, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. νέομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νηλεής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεῆ — νηλεής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νηλεής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νηλεής masc/fem acc sg (attic epic doric) νηλής pitiless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νηλής pitiless neut nom/voc/acc dual (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεεῖ — νηλεής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νηλεής masc/fem/neut dat sg νηλής pitiless neut nom/voc/acc dual (attic epic) νηλής pitiless neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεεῖς — νηλεής masc/fem acc pl νηλεής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεές — νηλεής masc/fem voc sg νηλεής neut nom/voc/acc sg νηλής pitiless neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεέστερος — νηλεής masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηλεῶς — νηλεής adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήις — (I) νῆϊς, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που δεν γνωρίζει τίποτε, αδαής, αμαθής, άπειρος («νῆϊς ἔτι χρυσέας Κύπριδος», Βακχ.) 2. φρ. «νῆϊς πατρός» ο χωρίς πατέρα, απάτωρ, ορφανός (Κοϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. nescius «αυτός που δεν γνωρίζει»… …   Dictionary of Greek

  • νηλής — νηλής, ές (Α) βλ. νηλεής …   Dictionary of Greek

  • νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”